- ἱππόκροτος
- ἱππόκροτοςsounding with the tramp of horsesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ιππόκροτος — ἱππόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («ἱππόκροτος ὁδός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρότος (< κρότος), πρβλ. κωδωνό κροτος, ποσσί κροτος] … Dictionary of Greek
ἱππόκροτον — ἱππόκροτος sounding with the tramp of horses masc/fem acc sg ἱππόκροτος sounding with the tramp of horses neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκρότου — ἱππόκροτος sounding with the tramp of horses masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱπποκρότων — ἱππόκροτος sounding with the tramp of horses masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππόκροτα — ἱππόκροτος sounding with the tramp of horses neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονύκροτος — γονύκροτος, ον (Α) 1. εκείνος τού οποίου τα γόνατα συγκρούονται ή πλησιάζουν πολύ κατά το βάδισμα, ο βλαισός 2. δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κροτος < κρότος (πρβλ. ιππόκροτος, χαλκόκροτος)] … Dictionary of Greek
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek
ιπποκροτούμαι — ἱπποκροτοῡμαι, έομαι (Α) [ιππόκροτος] αντηχώ από πατήματα τών ίππων … Dictionary of Greek
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek